Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Ο θεσμός της Δικαστικής Συμπαράστασης*



Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ.
Ο θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης ρυθμίζεται στο τέταρτο Βιβλίο,  κεφάλαιο δέκατο έκτο του Οικογενειακού Δικαίου και στα άρθρα 1666 – 1688 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ). Πράγματι, αν και οι σχέσεις τις οποίες ρυθμίζει ο εν λόγω θεσμός δεν είναι οικογενειακές, ωστόσο υπάγονται παραδοσιακά στο Οικογενειακό δίκαιο. Εύλογα, λοιπόν, θα αναρωτηθεί κανείς: ποιος ο λόγος υπαγωγής της δικαστικής συμπαράστασης στο Οικογενειακό Δίκαιο;
Ο θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης συμπεριλαμβάνεται στο Οικογενειακό Δίκαιο αφενός μεν διότι πρότυπο για τη ρύθμιση του θεσμού αυτού αποτελεί η καθαρά οικογενειακή σχέση της “γονικής μέριμνας”, αφετέρου δε επειδή η επιμέλεια των προσώπων αυτών ανατίθεται, συνήθως και όχι απαραίτητα, σε συγγενικά πρόσωπα. Άλλωστε, για τους παραπάνω λόγους ονομάζονται οι σχέσεις αυτές «οιονεί οικογενειακές σχέσεις», με χαρακτηριστικό γνώρισμα ότι τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η επιμέλεια των ανικάνων ασκούν λειτούργημα[1].

ΙΙ. ΟΡΙΣΜΟΙ.
Τι εννοούμε, όμως, με τον όρο «δικαστική συμπαράσταση»; Ποιος είναι ο «συμπαραστατούμενος», ποιος ο «συμπαραστατέος»; Ποιος είναι ο «προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης» και ποιος ο (οριστικός) «δικαστικός συμπαραστάτης»; Δικαστική συμπαράσταση είναι η κατάσταση στην οποία τίθεται με δικαστική απόφαση ένα πρόσωπο, λόγω πνευματικών, σωματικών ή χαρακτηρολογικών ανωμαλιών και κατά τη διάρκεια της οποίας το πρόσωπο αυτό είτε είναι ανίκανο για ορισμένες ή όλες τις δικαιοπραξίες, είτε για να επιχειρήσει έγκυρα κάποιες από αυτές ή το σύνολό τους χρειάζεται τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του[2]. Συμπαραστατούμενος ονομάζεται το ενήλικο πρόσωπο που βρίσκεται σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, συμπαραστατέος δε εκείνος που πρόκειται να υπαχθεί στο καθεστώς της δικαστικής συμπαράστασης. Δικαστικός συμπαραστάτης ή απλώς συμπαραστάτης καλείται το όργανο του θεσμού της δικαστικής συμπαράστασης, που αντιπροσωπεύει τον συμπαραστατούμενο στις δικαιοπραξίες του ή συναινεί σ’ αυτές[3]. Τέλος, προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης είναι το πρόσωπο το οποίο ασκεί καθήκοντα δικαστικού συμπαραστάτη πριν από την κίνηση της διαδικασίας της δικαστικής συμπαράστασης, κατά τη διάρκεια της και μέχρι την έναρξη του λειτουργήματος του δικαστικού συμπαραστάτη.

III. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ.
1. Η προστασία της προσωπικότητας και αξιοπρέπειας του πάσχοντα, σύμφωνα με τις Συνταγματικές επιταγές[4], είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του δικαίου της δικαστικής συμπαράστασης τόσο σε ουσιαστικό όσο και σε δικονομικό πεδίο[5]. Η παρεχόμενη προστασία και η διαδικασία παροχής της έχουν διαμορφωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε εξαιτίας της πάθησής του να μην θίγεται η προσωπικότητα του, αλλά ούτε και να υφίσταται κάποια μείωση ή φαλκίδευση του[6]. Χάριν αυτής της προστασίας απαριθμούνται στο δίκαιο της δικαστικής συμπαράστασης επακριβώς και αποκλειστικά οι ειδικοί λόγοι[7], που, εφόσον ελεγχθεί δικαστικά η θετική συνδρομή τους στο πρόσωπο του πάσχοντα, οδηγούν στην μετάπτωσή του σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, μέσα από την τήρηση μιας δικαστικής διαδικασίας.
2. Η εξασφάλιση της αυτοδιάθεσης του πάσχοντα και η δυνατότητα της αυτόβουλης διαμόρφωσης των σχέσεών του, χωρίς εξωτερικές επιδράσεις. Η αυτοδιάθεση δηλαδή εξασφαλίζεται, κατά κύριο λόγο, από τη δυνατότητα που παρέχει ρητά ο νόμος στο πρόσωπο, εφόσον έχει αυτή τη δυνατότητα, να υποδείξει το ίδιο στο δικαστήριο το δικαστικό συμπαραστάτη του[8].
3. Το συμφέρον του πάσχοντος προσώπου αποτελεί παράλληλα με την προστασία της προσωπικότητάς του το κυριότερο στοιχείο της δικαστικής συμπαράστασης[9]. Η δικαστική συμπαράσταση δεν επιβάλλεται για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για να προστατεύσει τους πάσχοντες. Επομένως, το αληθινό συμφέρον (περιουσιακό ή ηθικό) του συμπαραστατέου πρέπει να αποτελέσει το γνώμονα όλων των ενεργειών που κατατείνουν στην εξυπηρέτηση του, γεγονός που καταγράφεται στη θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 1684 ΑΚ: «Όλες οι πράξεις … πρέπει να αποβλέπουν στο συμφέρον του συμπαραστατουμένου…». Συνέπεια της παράβασης των ανωτέρω υποδείξεων είναι, ενδεχομένως, η θεμελίωση ευθύνης αποζημίωσης προς τον συμπαραστατούμενο, καθώς και λόγος παύσεως οργάνου ή μέλους οργάνου[10]. Απόρροια της αρχής αυτής είναι και ο περιορισμός των προσώπων τα οποία νομιμοποιούνται ενεργητικά[11] να επισπεύσουν τη θέση κάποιου σε δικαστική συμπαράσταση[12].
4. Η απόλυτη ελευθερία και ευρεία δικαιοδοσία του δικαστηρίου στην κλιμάκωση των αποτελεσμάτων της δικαστικής συμπαράστασης, ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση κάθε ατόμου. Η ελευθερία αυτή του δικαστηρίου περιορίζεται και προσδιορίζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, βέβαια, από τις ανάγκες και τα συμφέροντα του συμπαραστατουμένου. Το ελαστικό, εξάλλου, καθεστώς της δικαστικής συμπαράστασης είναι σύμφωνο με τα πορίσματα της σύγχρονης ψυχιατρικής που επέβαλε τον εκσυγχρονισμό και άλλων ευρωπαϊκών νομοθεσιών.

IV.  ΕΚΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΕ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ.
Η υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση, ανάλογα με τις προϋποθέσεις διακρίνεται: α) μόνο εκούσια, όταν η υποβολή σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης γίνεται μόνο με αίτηση του ίδιου του συμπαραστατούμενου[13] και, β) εκούσια και ακούσια, στην πρώτη περίπτωση όταν η υποβολή του προσώπου γίνεται με αίτηση του ιδίου, και στη δεύτερη περίπτωση όταν γίνεται από άλλο νομιμοποιούμενο πρόσωπο και του εισαγγελέα ή αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο[14].

V. ΟΙ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΤΕΩΝ.
Σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλεται ο ενήλικος (και όχι ο ανήλικος[15])[16] όταν: α) λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει μόνος για τις υποθέσεις του, καθώς και άτομα τρίτης ηλικίας που, λόγω της προχωρημένης τους ηλικίας, παρουσιάζουν εξασθένηση των διανοητικών ή σωματικών τους δυνάμεων[17], β) λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού, εκθέτει σε κίνδυνο της στέρησης τον εαυτό του, το σύζυγό του, τους κατιόντες του ή τους ανιόντες του και, γ) όταν πρόκειται για πρόσωπο το οποίο εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας  τουλάχιστον δύο (2) ετών.

VI. ΟΙ ΨΥΧΙΚΑ ΠΑΣΧΟΝΤΕΣ.  

Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 1666 ΑΚ, την πρώτη κατηγορία συμπαραστατέων, με την οποία θα ασχοληθούμε κυρίως στο παρόν άρθρο με αφορμή τα προβλήματα που συνάντησαν οι φορείς ψυχικής υγείας κατά την υλοποίηση προγραμμάτων αποασυλοποίησης, αποτελούν τα ενήλικα εκείνα πρόσωπα τα οποία «λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής» αδυνατούν συνολικά ή εν μέρει να φροντίζουν μόνα τους για τις υποθέσεις τους.
Προϋποθέσεις για την υπαγωγή ενός προσώπου της κατηγορίας αυτής σε  εκούσια ή ακούσια (βλ. ανωτέρω κεφ. IV. υπό β’) δικαστική συμπαράσταση είναι:
α) ψυχική ή διανοητική διαταραχή (απλή, χρόνια κ.ά., αν αυτό υπαγορεύεται από το συμφέρον του συμπαραστατούμενου) του προσώπου και,
β) ολική ή μερική αδυναμία του προσώπου να φροντίζει μόνο του για τις υποθέσεις του τόσο προσωπικής όσο και περιουσιακής φύσεως, η οποία οφείλεται στην ψυχική ή διανοητική διαταραχή του.

VII. ΚΛΙΜΑΚΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ.
Το δικαστήριο, ανάλογα με τις ιδιομορφίες της κάθε ατομικής περίπτωσης, είναι ελεύθερο να αποφασίζει την υποβολή του πάσχοντος προσώπου σε ένα από τα ακόλουθα είδη της δικαστικής συμπαράστασης[18]

1. Πλήρης στερητική δικαστική συμπαράσταση υπάρχει όταν το πρόσωπο κηρύσσεται ανίκανο για όλες τις δικαιοπραξίες και περιέχεται σε κατάσταση πλήρους δικαιοπρακτικής ανικανότητας, δικαιοπρακτεί δε μέσω του δικαστικού συμπαραστάτη του (βλ. υποσημ. 18, άρθρο 1676 εδ. α’ αριθμ. 1 ΑΚ). Βέβαια, στις δίκες που αφορούν τη δικαστική συμπαράσταση ή την υποβολή … σε ακούσια νοσηλεία…, είναι πλήρως ικανός να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, να επιχειρεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις, να επιχειρεί ή να δέχεται επιδόσεις κάθε είδους και να ασκεί ή να παραιτείται από ένδικα μέσα[19].
2. Μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση, στην περίπτωση αυτή το πρόσωπο κηρύσσεται ανίκανο για ορισμένες μόνο δικαιοπραξίες και περιέχεται σε κατάσταση περιορισμένης δικαιοπρακτικής ικανότητας, καταρτίζει δε τις δικαιοπραξίες για τις οποίες είναι ανίκανος (εκτός από τις προσωποπαγείς) μέσω του δικαστικού συμπαραστάτη του (βλ. υποσημ. 18, άρθρο 1676 εδ. α’ αριθμ. 1 ΑΚ). Επίσης, δεν μπορεί να επιχειρεί μόνος «χαριστικές δικαιοπραξίες, να εισπράττει απαιτήσεις και να παρέχει εξόφληση», εκτός εάν αυτές έχουν επιτραπεί ρητά στην απόφαση[20]
3. Πλήρης επικουρική δικαστική συμπαράσταση υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, για να επιχειρήσει οποιαδήποτε δικαιοπραξία και για να είναι αυτή ισχυρή χρειάζεται τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του και περιέχεται σε κατάσταση ολικής περιορισμένης δικαιοπρακτικής ικανότητας (βλ. υποσημ. 18, άρθρο 1676 εδ. α’ αριθμ. 2 ΑΚ), ενώ συγχρόνως, είναι περιορισμένα ανίκανος για όλες τις εν ζωή περιουσιακές δικαιοπραξίες, για το γάμο, όχι όμως για τη διαθήκη.
4. Μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, για να επιχειρήσει ορισμένες δικαιοπραξίες, οι οποίες πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση, χρειάζεται ομοίως τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του και περιέχεται σε κατάσταση μερικής περιορισμένης δικαιοπρακτικής ικανότητας.
5. Συνδυασμός μερικής στερητικής και μερικής επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι το πρόσωπο θα τεθεί σε κατάσταση συνδυασμού μερικής στερητικής και μερικής επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης. Στην περίπτωση αυτή το πρόσωπο έχει περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα, η οποία μπορεί, ανάλογα με τις ρυθμίσεις της σχετικής δικαστικής απόφασης, να είναι ολική ή μερική. Το πρόσωπο είναι ανίκανο για τις δικαιοπραξίες στις οποίες αναφέρεται η στερητική δικαστική συμπαράσταση, ικανό με συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη για τις δικαιοπραξίες στις οποίες αναφέρεται η επικουρική δικαστική συμπαράσταση και πλήρως ικανό για τις λοιπές δικαιοπραξίες (εκτός αν η μερική στερητική και μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση καλύπτουν το σύνολο των δικαιοπραξιών).

VIII. Η ΑΝΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΤΟΥΜΕΝΟΥ.
Το δικαστήριο μπορεί να αναθέτει στον δικαστικό συμπαραστάτη, την επιμέλεια του προσώπου του συμπαραστατουμένου συνολικά ή εν μέρει[21]. Κατά την άσκηση όμως της επιμέλειας, ο δικαστικός συμπαραστάτης οφείλει να εξασφαλίζει στον συμπαραστατούμενο τη δυνατότητα να διαμορφώνει μόνος του τη ζωή του, εφόσον η κατάστασή του το επιτρέπει. Σε περίπτωση κατά την οποία η επιμέλεια δεν υπάγεται ρητά στην απόφαση της δικαστικής συμπαράστασης, τότε, ο συμπαραστατούμενος αυτός μόνος έχει την επιμέλεια του.

IX. ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΚΙΝΗΣΟΥΝ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ.
Σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε στο προγενέστερο δίκαιο, όπου ο καθένας που είχε έννομο συμφέρον μπορούσε να ζητήσει την υποβολή άλλου σε καθεστώς επιμέλειας, κατά το νέο δίκαιο συρρικνώθηκε ο κύκλος των προσώπων που νομιμοποιούνται να ζητήσουν την υποβολή κάποιου σε δικαστική συμπαράσταση.
Ειδικότερα: α) παρέχεται η δυνατότητα και στον ίδιο τον ψυχικά πάσχοντα ενήλικο να υποβάλλει αίτηση[22] για την υποβολή του σε δικαστική συμπαράσταση, όταν βέβαια δεν πάσχει από ψυχική διαταραχή βαριάς μορφής, β) ο σύζυγός του «εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση», γ) οι γονείς του συμπαραστατέου, ο καθένας τους αυτοτελώς, δ) τα τέκνα του συμπαραστατέου, ομοίως αυτοτελώς το κάθε τέκνο, ε) ο εισαγγελέας πρωτοδικών του αρμοδίου οικογενειακού δικαστηρίου και, στ) αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο[23] της συνήθους διαμονής του συμπαραστατέου.
Πρέπει να επισημάνουμε, ότι σκοπός της τελευταίας περίπτωσης, περί αυτεπάγγελτης κήρυξης της δικαστικής συμπαράστασης από το δικαστήριο, είναι να βοηθήσει στην προστασία εκείνων των ατόμων για τα οποία δεν υπάρχει φροντίδα, είτε λόγω ανυπαρξίας συζύγου ή στενών συγγενών, είτε λόγω αδιαφορίας.

X.  ΚΑΘΗΚΟΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ.
Εξ’ αιτίας της προαναφερόμενης αυτεπάγγελτης δυνατότητας που έχει το δικαστήριο, για κίνηση της διαδικασίας της δικαστικής συμπαράστασης, διατυπώνεται στο άρθρο 1668 ΑΚ[24] σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 5 Ι, 1 και 2 του Π.Δ. 250/1999, καθήκον γραπτής[25] πληροφόρησης του δικαστηρίου σε εύλογο χρονικό διάστημα, για τα περιστατικά που μπορούν να συνεπάγονται την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, καθήκον το οποίο βαρύνει τους υπαλλήλους του δημοσίου, των Ο.Τ.Α., τους εισαγγελείς, τα όργανα των αρμοδίων κοινωνικών υπηρεσιών, τους προϊσταμένους των μονάδων ψυχικής υγείας και, επιπρόσθετα, τους ειδικούς επιστήμονες[26] που υπηρετούν στην περιφέρεια του δικαστηρίου το οποίο είναι αρμόδιο να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως της σχετικής περίπτωσης ή και σε μονάδες της ευρύτερης περιφέρειας.

XI.  ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Τα πρωτεύοντα όργανα της δικαστικής συμπαράστασης είναι: α) το οικογενειακό δικαστήριο, β) το εποπτικό συμβούλιο και γ) ο δικαστικός συμπαραστάτης.
1. Το οικογενειακό δικαστήριο καθίσταται ο τελικός εγγυητής της προστασίας των συμφερόντων του συμπαραστατουμένου και προσαρμόζει τη δικαστική συμπαράσταση και τη λειτουργία της στις πραγματικές ανάγκες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Η επικοινωνία του δικαστηρίου με τον συμπαραστατέο, ώστε να σχηματίσει άμεση αντίληψη, είναι κατ΄ αρχήν υποχρεωτική[27]. Επίσης, μπορεί να μην είναι απαραίτητη η προσωπική επικοινωνία του δικαστηρίου με τον συμπαραστατέο, όταν ο ίδιος ο συμπαραστατέος παρίσταται στο δικαστήριο. Το οικογενειακό δικαστήριο, ενδεικτικά, έχει αρμοδιότητα της επιλογής του είδους και της έκτασης της δικαστικής συμπαράστασης στο οποίο θα υπαχθεί το συγκεκριμένο πρόσωπο, να την μεταβάλει[28], σύμφωνα με το συμφέρον του συμπαραστατέου προσώπου[29] καθώς και να την αίρει [30].  Έχει, επίσης, αρμοδιότητα να ορίζει, να παύει και να αντικαθιστά τον δικαστικό συμπαραστάτη και τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου. Να επιλύει τυχόν διαφωνία μεταξύ του εποπτικού συμβουλίου και δικαστικού συμπαραστάτη.
2. Το Εποπτικό Συμβούλιο – Ο Ειρηνοδίκης. Το εποπτικό συμβούλιο είναι συλλογικό όργανο της δικαστικής συμπαράστασης με αποστολή την εποπτεία της δικαστικής συμπαράστασης και ειδικότερα την εποπτεία του έργου του δικαστικού συμπαραστάτη. Αποτελείται «από τρία έως πέντε μέλη, τα οποία διορίζονται με την ίδια απόφαση που διορίζει τον δικαστικό συμπαραστάτη από συγγενείς ή φίλους του συμπαραστατουμένου (εποπτικό συμβούλιο)»[31]. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις το ίδιο άρθρο παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο να διορίσει ως μέλος του εποπτικού συμβουλίου και ένα όργανο της κοινωνικής υπηρεσίας ή να αναθέσει σε εξαιρετικές περιπτώσεις αποκλειστικά σ’ αυτό τα έργα του εποπτικού συμβουλίου[32]. Η εναλλακτική αυτή λύση προσφέρεται ιδίως σε περιπτώσεις που δεν υπάρχουν κατάλληλοι συγγενείς ή φίλοι ή συντρέχει άλλος σπουδαίος λόγος. Το εποπτικό συμβούλιο διορίζεται, κατ’ αρχήν, για όλο το χρονικό διάστημα της διάρκειας της δικαστικής συμπαράστασης και η θητεία του αρχίζει με την έκδοση της απόφασης που κηρύσσει την δικαστική συμπαράσταση και λήγει με την με οποιοδήποτε τρόπο λήξη της δικαστικής συμπαράστασης. Από τις σχετικές διατάξεις περί του εποπτικού συμβουλίου δεν προκύπτει ευθέως σε τι ακριβώς συνίσταται η «εποπτεία». Βέβαιο είναι, όμως, πως αυτή δεν πρέπει να έχει διακοσμητικό ρόλο. Το έργο του εποπτικού συμβουλίου θα πρέπει να συνίσταται στην παροχή ή όχι αδείας στον δικαστικό συμπαραστάτη να συναινέσει ή να μην συναινέσει στην επιχείρηση πράξεων από τον συμπαραστατούμενο. Στην περίπτωση προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη, τα έργα της εποπτείας της δικαστικής συμπαράστασης ασκεί ο ειρηνοδίκης»[33] του τόπου διαμονής του συμπαραστατουμένου καθώς, επίσης, στις περιπτώσεις εκείνες που τα έργα του δικαστικού συμπαραστάτη έχουν ανατεθεί σε σωματείο ή ίδρυμα ή στην Κοινωνική Υπηρεσία[34].
3. Ο Δικαστικός Συμπαραστάτης. Ο δικαστικός συμπαραστάτης είναι κατά κανόνα φυσικό πρόσωπο[35] (βλ. όμως και άρθρο 1671 ΑΚ, υποσημ. αριθμ. 33), ασκεί λειτούργημα[36], προσωποπαγές, μη υποχρεωτικό[37] και κατ’ αρχήν άμισθο[38]Σ’ αυτόν ανατίθεται η νόμιμη αντιπροσώπευση του συμπαραστατουμένου (στην περίπτωση της στερητικής δικαστικής συμπαράστασης) ή η παροχή συναίνεσης σε ορισμένες πράξεις του συμπαραστατουμένου (στην περίπτωση της επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης). Ο δικαστικός συμπαραστάτης διορίζεται, κατ’ αρχήν κι αυτός, για όλο το χρονικό διάστημα της διάρκειας της δικαστικής συμπαράστασης και η θητεία του αρχίζει με την τελεσιδικία της απόφασης που τον διορίζει και λήγει με την με οποιοδήποτε τρόπο λήξη της δικαστικής συμπαράστασης. Το έργο του αναφέρεται στη διοίκηση, διαχείριση κ.λ.π., της περιουσίας του συμπαραστατουμένου. Είναι δυνατόν να υπάρχουν δύο ή και περισσότεροι συμπαραστάτες, λ.χ. να ανατεθεί στον έναν η διοίκηση της περιουσίας και στον άλλο η επιμέλεια του προσώπου του συμπαραστατουμένου. Ο δικαστικός συμπαραστάτης οφείλει να ασκεί το λειτούργημά του σύμφωνα με το νόμο και με γνώμονα το συμφέρον του συμπαραστατουμένου. Παράβαση των υποχρεώσεών του αυτών γεννά, εκτός άλλων, υποχρέωση για αποζημίωση του συμπαραστατουμένου ή των κληρονόμων του.
3.1 Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1669 ΑΚ, το δικαστήριο διορίζει ως δικαστικό συμπαραστάτη το φυσικό πρόσωπο που έχει προτείνει αυτός τον οποίο αφορά το μέτρο και το προτεινόμενο πρόσωπο κρίνεται κατάλληλο και μπορεί κατά το νόμο να διορισθεί. Αν ο ενδιαφερόμενος δεν προτείνει κανέναν ή αν εκείνος ο οποίος προτάθηκε δεν κρίνεται κατάλληλος, τότε το δικαστήριο έχει την ελευθερία να προτείνει εκείνον που κρίνει ως πλέον κατάλληλο. Το δικαστήριο, πριν προβεί στο διορισμό του κατάλληλου προσώπου, λαμβάνει υπόψη του την τυχόν εκφρασμένη βούληση του συμπαραστατέου να αποκλεισθεί συγκεκριμένο πρόσωπο, τους δεσμούς του με τους συγγενείς του ή άλλα πρόσωπα και ιδίως με τους γονείς του, τα παιδιά του και τη σύζυγό του, καθώς και τον κίνδυνο από την τυχόν υφιστάμενη αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στον συμπαραστατέο και σε αυτόν που πρόκειται να διοριστεί.

3.2 Ενδεικτικά, ως προς τις πράξεις και υποχρεώσεις του δικαστικού συμπαραστάτη:
3.2.1 Στην επικουρική δικαστική συμπαράσταση και στις περιπτώσεις συναίνεσης του δικαστικού συμπαραστάτη, η οποία συμπληρώνει τη βούληση του συμπαραστατούμενου «παρέχεται εγγράφως, μόνο πριν από την επιχείρηση της πράξης». Σε περίπτωση κατά την οποία ο δικαστικός συμπαραστάτης «αρνείται να συναινέσει, αποφασίζει το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του συμπαραστατουμένου». Επίσης, «οι πράξεις του συμπαραστατουμένου, για τις οποίες ο νόμος απαιτεί τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη, είναι άκυρες, αν επιχειρήθηκαν χωρίς αυτή τη συναίνεση. Την ακυρότητα προτείνει μόνο ο δικαστικός συμπαραστάτης, ο συμπαραστατούμενος και οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί του» [39],
3.2.2 Απαγορεύονται στον δικαστικό συμπαραστάτη: α) οι χαριστικές δικαιοπραξίες σε βάρος της περιουσίας του συμπαραστατουμένου[40], β) η ιδιόχρηση της περιουσίας του συμπαραστατουμένου[41] κ.ά.,
3.2.3 Στη στερητική δικαστική συμπαράσταση έχει υποχρέωση: α) σύνταξης απογραφής[42], β) προκλήσεως προσδιορισμού ετήσιας δαπάνης[43], γ) επωφελούς τοποθέτησης μετρητών[44], δ) λογοδοσίας[45], στ) ενημέρωσης του δικαστηρίου[46] κ.ά.,
3.2.4 Πράξεις του δικαστικού συμπαραστάτη για τις οποίες απαιτείται προηγούμενη άδεια του εποπτικού συμβουλίου είναι: α) «… 1. να εκμισθώνει ή να μισθώνει ακίνητα, 2. να συνάπτει σύμβαση με αντικείμενο την παροχή της εργασίας του … ή σύμβαση μαθητείας, 3. να επιχειρεί και κάθε άλλη πράξη που υπερβαίνει τα όρια της τακτικής διαχείρισης, εφόσον αυτή δεν εμπίπτει στα άρθρα 1623, 1624 και 1625» (βλ. άρθρο 1619 ΑΚ), β) «…για σύναψη σύμβασης εργασίας και την άσκηση επαγγέλματος» (βλ. άρθρο 1620 ΑΚ), γ) για την διεξαγωγή δικών (άρθρο 1621 ΑΚ) κ.ά.,
3.2.5 Πράξεις για τις οποίες απαιτείται γνωμοδότηση του εποπτικού συμβουλίου και άδεια του δικαστηρίου είναι: α)  «…: 1. να διαθέτει την περιουσία του … συνολικά ή κατά ένα μέρος της, 2. να εκποιεί ή να αποκτά με αντάλλαγμα ακίνητο ή εμπράγματο δικαίωμα σε ξένο ακίνητο, 3. να εκχωρεί απαίτηση που έχει αντικείμενο τη μεταβίβαση ακινήτου …, 4. να εκποιεί τους τίτλους και τα πολύτιμα αντικείμενα του άρθρου 1614, 5. να επιχειρεί οποιοδήποτε έργο σε ακίνητο … 6. να εκποιεί εμπορική, βιομηχανική ή άλλη επιχείρηση που περιλαμβάνεται στην περιουσία του … να αποφασίζει τη διάλυση και την εκκαθάρισή της, καθώς και να ιδρύει νέα επιχείρηση, 7. να εκμισθώνει ακίνητο του … για χρόνο που υπερβαίνει τα εννέα έτη, 8. να δανείζει ή να δανείζεται…» (βλ. άρθρο 1624 ΑΚ), β) « 1. να αποποιείται κληρονομία ή να παραιτείται από τη νόμιμη μοίρα κληρονομίας … 2. να αποδέχεται κληροδοσία ή δωρεά που συνεπάγεται βάρη, 3. να αποποιείται κληροδοσία …» (βλ. άρθρο 1625 ΑΚ) κ.ά.,
3.2.6 Ο δικαστικός συμπαραστάτης δεν μπορεί να εκπροσωπήσει τον συμπαραστατούμενο: α) στην τέλεση γάμου, β) στο συναινετικό διαζύγιο, γ) στην τέλεση υιοθεσίας με την ιδιότητα του υιοθετούντος κ.ά, μπορεί, όμως, να τον εκπροσωπήσει: α) στην αγωγή ακυρώσεως γάμου του, β) στην αγωγή διαζυγίου, γ) στην πολιτική αγωγή για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη (ενεργητικά και παθητικά) κ.α.,
Σε περίπτωση κατά την οποία ο δικαστικός συμπαραστάτης δεν συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του, ευθύνεται σε αποζημίωση του συμπαραστατουμένου[47] και μπορεί να παυθεί[48].
4. Ο προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης[49]. Η κατάσταση του προσώπου η οποία υπαγορεύει την υποβολή του σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης υπάρχει τόσο πριν την έναρξη όσο και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κηρύξεως του σε δικαστική συμπαράσταση. Το γεγονός αυτό καθιστά, σε πολλές περιπτώσεις, αναγκαία την προσωρινή θέση του προσώπου αυτού υπό επιμέλεια, έτσι ώστε να αντιμετωπίζονται επείγοντα ζητήματα, αλλά και να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη συμμετοχή του στις συναλλαγές. Εξάλλου, λόγω της ρύθμισης του άρθρου 1681 ΑΚ[50], παρίσταται ανάγκη να υπάρχει δικαστικός συμπαραστάτης του προσώπου κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της δημοσίευσης της απόφασης η οποία κηρύσσει τη δικαστική συμπαράσταση και της τελεσιδικίας της.
5. Ο ειδικός δικαστικός συμπαραστάτης[51] είναι το πρόσωπο το οποίο διορίζεται για να υποκαταστήσει στα έργα του τον οριστικό ή/και προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη, όταν τα συμφέροντα συμπαραστατουμένου και δικαστικού συμπαραστάτη ή των προσώπων με τα οποία αυτός συνδέεται («… του συζύγου του, ή των συγγενών του σε ευθεία γραμμή εξ’ αίματος ή εξ’ αγχιστείας απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως το δεύτερο βαθμό…» άρθρο 1627 ΑΚ) συγκρούονται.
6. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να βρεθεί το κατάλληλο φυσικό πρόσωπο, για να διοριστεί ως δικαστικός συμπαραστάτης, η δικαστική συμπαράσταση ανατίθεται σύμφωνα με το άρθρο 1671 ΑΚ[52], σε σωματείο ή ίδρυμα που έχουν συσταθεί ειδικά γι’ αυτό το σκοπό και διαθέτουν την κατάλληλη υποδομή και προσωπικό, διαφορετικά στην αρμόδια Κοινωνική Υπηρεσία[53]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζεται η περίπτωση ατόμων ουσιαστικά εγκαταλελειμμένων.

XΙΙ.  Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ.
Ο νόμος 2447/1996 προέβλεπε την ίδρυση σε κάθε Πρωτοδικείο μιας αυτοτελούς υπηρεσίας, της Κοινωνικής Υπηρεσίας[54].  Αυτή θα εξέφραζε την κρατική μέριμνα στο πεδίο των προσωπικών σχέσεων του πάσχοντα και θα είχε αφενός μεν βοηθητικό ρόλο στον έλεγχο της δράσης των άλλων οργάνων (συμπαραστάτη, εποπτικού συμβουλίου), αφετέρου δε θα επικουρούσε το έργο του οικογενειακού δικαστηρίου[55]. Ειδικότερα, προκειμένου το δικαστήριο να αποφασίσει την θέση του ενηλίκου σε δικαστική συμπαράσταση συνεκτιμά, αναφέρεται στο νόμο, την έκθεση της αρμόδιας Κοινωνικής Υπηρεσίας, σχετικά με την αναγκαιότητα του μέτρου και την καταλληλότητα του προσώπου που πρόκειται να διοριστεί ως δικαστικός συμπαραστάτης ή του σωματείου ή του ιδρύματος, στο οποίο πρόκειται να ανατεθεί η δικαστική συμπαράσταση[56]. Μέχρι και σήμερα, όμως, οι προβλεπόμενες στα άρθρα 49 επ. του ν. 2447/1996 Κοινωνικές Υπηρεσίες δεν έχουν ακόμα συγκροτηθεί. Προς διευκόλυνση της εκδίκασης των σχετικών υποθέσεων, ορίστηκε ότι «όπου ο νόμος απαιτεί την υποβολή στο δικαστήριο και την υποχρεωτική συνεκτίμηση από αυτό έκθεσης της Κοινωνικής Υπηρεσίας, αν η έκθεση αυτή δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα, το δικαστήριο δικάζει χωρίς έκθεση»[57].
Ταυτόχρονα, η μη σύσταση των κοινωνικών υπηρεσιών (ή έστω σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη θέση σε ισχύ του νέου δικαίου), αλλά και οι δυσκολίες που συνόδεψαν τις μεταβατικές ρυθμίσεις – λύσεις αποτέλεσαν, δυστυχώς, την αχίλλειο πτέρνα της μεταρρύθμισης, ενώ κατέστησαν αδρανές στην πράξη όλο το νομικό πλαίσιο της δικαστικής συμπαράστασης[58].


XΙΙΙ.  ΛΗΞΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ.

Η δικαστική συμπαράσταση λήγει, αφενός μεν αυτοδικαίως στις περιπτώσεις θανάτου του συμπαραστατουμένου ή με την κήρυξή του σε αφάνεια, οπότε αυτός θεωρείται νεκρός και αφετέρου, με δικαστική απόφαση, η οποία αίρει την δικαστική συμπαράσταση, καταργεί δηλαδή το καθεστώς της δικαστικής συμπαράστασης, οπότε το πρόσωπο επανέρχεται από πλευράς δικαιοπρακτικής ικανότητας και επιμέλειας στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από την κήρυξη της δικαστικής συμπαράστασης[59]. Μετά τη λήξη της δικαστικής συμπαράστασης ο δικαστικός συμπαραστάτης είναι υποχρεωμένος σε απόδοση της περιουσίας στον συμπαραστατούμενο και σε λογοδοσία.

Βιβλιογραφία. 

1. Ι. Δεληγιάννη, Η σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου στον τομέα της επιτροπείας, Αρμ. 1995.1249. 
2. Π. Αγγαλοπούλου, Προστασία των ψυχικά διαταραγμένων, ΚριτΕπιθ 1995/2.205 επ.
3. Πεπραγμένα της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, τόμ. Ι και ΙΙ. 
4. Αχ. Κουτσουράδης, Η μεταρρύθμιση του Ν. 2447/1996. 
5. Ι. Δεληγιάννη, Η δικαστική συμπαράσταση, Θεσσαλονίκη 1997. 
6. Ι. Σπυριδάκης, Η μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, Αθήνα 1997. 
7. Ι. Σπυριδάκης, Η δικαστική συμπαράσταση, Αθήνα 1998. 
8. Δεληγιάννης, Εγγενή χαρακτηριστικά και υστερογενείς περιπέτειες της πρόσφατης μεταρρύθμισης του οικογενειακού δικαίου, ΚριτΕ 1997. Πανεπιστήμιο Πειραιώς-Ένωση Αστικολόγων, Η πρόσφατη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, (ν. 2447/1996), 1998. 
9. Αχ. Κουτσουράδης, «Παρατηρήσεις στη νέα διαδικασία ακούσιας νοσηλείας (εγκλεισμού) ψυχικά πάσχοντα», Σε μνήμη Ι. Καρακατσάνη, 1999. 
10 Αχ. Κουτσουράδης – Αγγ. Γεωργιάδου, Προστατευτικοί Θεσμοί του Αστικού Δικαίου, 2002.

    (*Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο υπ' αριθμ. 8/2004 τεύχος του περιοδικού "Αφιερώματα" της "Κλίμακα").

    ____________________________________________

    [1] Βλ. Ι. Σ. Σπυριδάκης, «Η δικαστική συμπαράσταση», σελ. 1.
    [2] Βλ. άρθρα 1676 και 1678 του ΑΚ.
    [3] Βλ. Ι. Σ. Σπυριδάκης ό.π. υποσημ. αριθμ. 1, σελ. 7. Για τους όρους βλ. Ε αρ. 35, Πεπραγμένα ΙΙ, σελ. 274 (κριτική Σταθοπούλου) και σελ. 287 (απάντηση Δεληγιάννη), Σπυριδάκης, Μεταρρύθμιση 26 σημ. Αξίζει να σημειωθεί ότι, με την πάροδο του χρόνου και τη συχνή χρήση των όρων, οι λέξεις «συμπαραστατέος» και «συμπαραστατούμενος» έχουν καταστεί οικείες και έτσι εκ των υστέρων η επιλογή της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής.
    [4] Βλ. Σύνταγμα, άρθρο 2 παρ. 1:  «1. Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας.», άρθρο 5 παρ. 1: «1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.».
    [5] Βλ. Αχ. Κουτσουράδης –Αγγ. Γεωργιάδου, «Προστατευτικοί Θεσμοί του Αστικού Δικαίου», σελ. 10 επ.
    [6] Βλ. Κουτσουράδης, «Παρατηρήσεις στη νέα διαδικασία ακούσιας νοσηλείας (εγκλεισμού) ψυχικά πάσχοντα», Σε μνήμη Ι. Καρακατσάνη, 1999, 335 επ. 336.
    [7] Βλ. άρθρο 1666 ΑΚ: «Σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλεται ο ενήλικος: 1. όταν λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει μόνος για τις υποθέσεις του…».
    [8] Βλ. άρθρο 1667 ΑΚ: «Η υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του ιδίου του πάσχοντος…», άρθρο 1669 ΑΚ: «Το δικαστήριο διορίζει δικαστικό συμπαραστάτη το φυσικό πρόσωπο που έχει προτείνει αυτός τον οποίον αφορά το μέτρο» και πιο κάτω στο ίδιο άρθρο «…αφού λάβει υπόψη του την τυχόν εκφρασμένη βούληση του συμπαραστατέου, να αποκλειστεί συγκεκριμένο πρόσωπο…», άρθρο 1680 ΑΚ: «… Κατά την άσκηση της επιμέλειας ο δικαστικός συμπαραστάτης οφείλει να εξασφαλίζει στον συμπαραστατούμενο τη δυνατότητα να διαμορφώνει μόνος του τις προσωπικές του σχέσεις, εφόσον του το επιτρέπει η κατάστασή του.» και άρθρο 1684 ΑΚ: «…πριν από κάθε ενέργεια ή απόφαση, πρέπει να επιδιώκεται η προσωπική επικοινωνία με τον συμπαραστατούμενο και να συνεκτιμάται η γνώμη του.».
    [9] Bλ. λ.χ. άρθρο 1676 παρ. 3, εδ. 2 ΑΚ: «…Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την αίτηση, οφείλει όμως να επιβάλλει στον συμπαραστατούμενο τους ελάχιστους δυνατούς περιορισμούς που απαιτεί το συμφέρον του… ».
    [10] Βλ.  Ι. Σ. Σπυριδάκης ό.π. υποσημ. αριθμ. 1, σελ. 114.
    [11] Κατά τον Δεληγιάννη νομιμοποιούνται εκείνοι «μόνο που τεκμαίρεται βάσιμα ότι κινούνται αποκλειστικά από ηθικό ενδιαφέρον» για τον συμπαραστατέο. 
    [12] Βλ. άρθρο 1667 ΑΚ: «Η υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του ιδίου του πάσχοντος ή του συζύγου του, εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση… ή των γονέων ή τέκνων του ή του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως…».
    [13] Βλ. άρθρο 1667 παρ. 2 ΑΚ: «… Όταν το πρόσωπο πάσχει αποκλειστικά από σωματική αναπηρία, το δικαστήριο αποφασίζει μόνο ύστερα από αίτηση του ιδίου.» και άρθρο 1688 ΑΚ: «…Η δικαστική συμπαράσταση κηρύσσεται μόνο με αίτηση του προσώπου εκτίει την ποινή και μόνο για τις πράξεις που αυτός προσδιόρισε στην αίτησή του.».
    [14] Βλ. άρθρο 1667 ΑΚ, ό.π. υποσημ. αριθμ. 12.
    [15] Δικαιολογητικός λόγος, εκτός των άλλων, είναι ότι η όλη διαδικασία της υποβολής του ανηλίκου σε δικαστική συμπαράσταση θα μπορούσε να επιφέρει επιδείνωση της κατάστασης της ψυχικής του υγείας.
    [16] Βλ. άρθρο 1666 ΑΚ, ό.π. υποσημ. αριθμ. 7.
    [17] Βλ. Πεπραγμένα της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, τόμος ΙΙ, σελ. 115 επ.
    [18] Βλ. άρθρο 1676 ΑΚ: «Ανάλογα με την περίπτωση, το δικαστήριο που υποβάλλει ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση, είτε: 1. τον κηρύσσει ανίκανο για όλες ή για ορισμένες δικαιοπραξίες, γιατί κρίνει ότι αδυνατεί να ενεργεί γι' αυτές αυτοπροσώπως (στερητική δικαστική συμπαράσταση, πλήρης ή μερική) είτε 2. ορίζει ότι για την ισχύ όλων ή ορισμένων δικαιοπραξιών του απαιτείται η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη (επικουρική δικαστική συμπαράσταση, πλήρης ή μερική) είτε 3. αποφασίζει συνδυασμό των δύο προηγούμενων ρυθμίσεων. Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την αίτηση, οφείλει όμως να επιβάλλει στον συμπαραστατούμενο τους ελάχιστους δυνατούς περιορισμούς που απαιτεί το συμφέρον του. Στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1667, το δικαστήριο δεν
    μπορεί να επιβάλει, με την αρχική ή την τροποποιητική απόφασή του, περιορισμούς περισσότερους από όσους ζητούνται.
    ».
    [19] Βλ. άρθρο 802 παρ. 1 ΚΠολΔ.
    [20] Βλ. άρθρο 1678 παρ. 3 ΑΚ: «… Επίσης δεν μπορεί, εφόσον δεν του έχει επιτραπεί ρητά, να επιχειρεί μόνος χαριστικές δικαιοπραξίες, να εισπράττει απαιτήσεις και να παρέχει εξόφληση»..
    [21] Βλ. άρθρο 1680 ΑΚ, ό.π. υποσημ αριθμ. 8.
    [22] Βλ. άρθρο 1667 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, ό.π. υποσημ. αριθμ. 8.
    [23] Βλ. άρθρο 1667 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, ό.π. υποσημ. αριθμ. 12.
    [24] Βλ. άρθρο 1668 ΑΚ: «Οι δημόσιοι ή δημοτικοί υπάλληλοι, οι εισαγγελείς, τα όργανα των αρμόδιων κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και οι προϊστάμενοι μονάδων ψυχικής υγείας οφείλουν να γνωστοποιούν στο δικαστήριο κάθε περίπτωση που μπορεί να συνεπάγεται την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική
    συμπαράσταση, αμέσως μόλις την πληροφορούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους
    .».
    [25] Βλ. άρθρο 5 παρ. 2 εδ. 2 του Π.Δ. 250/1999, όπου γίνεται λόγος για διαβίβαση στο δικαστήριο αναφοράς: «Το καθήκον πληροφόρησης του δικαστηρίου για τα περιστατικά που μπορούν να συνεπάγονται την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση …και στα όργανα των αρμόδιων κοινωνικών υπηρεσιών, βαρύνει όλους τους ειδικούς επιστήμονες του άρθρου 1 του παρόντος … Τα ίδια αυτά πρόσωπα βαρύνει, εξάλλου, και η υποχρέωση να αναφέρουν, είτε στον συντονιστή … είτε και απευθείας … κάθε άλλη περίπτωση που καθιστά αναγκαία την αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου υπέρ προσώπου που, λόγω των μειονεξιών που παρουσιάζει, έχει ανάγκη από δικαστική προστασία κατά το νόμο. Μαζί με την αναφορά διαβιβάζεται και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο ή πληροφορία και υποβάλλονται σχετικές προτάσεις…».
    [26] Βλ. άρθρο 1 του Π.Δ. 250/1999: «Οι αρμοδιότητες κοινωνικής υπηρεσίας … οι οποίες αναφέρονται στη λειτουργία του θεσμού της δικαστικής συμπαράστασης, ασκούνται, από τους ειδικούς επιστήμονες (κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχιάτρους, Ψυχολόγους επισκέπτες υγείας και άλλους επιστήμονες κατάλληλους για την αντιμετώπιση σωματικά αναπήρων και εξαρτημένων προσώπων, όπως τοξικομανών ή αλκοολικών)…».
    [27] Βλ. άρθρο 804 ΚΠολΔ: «1. Το δικαστήριο επικοινωνεί με ….  ώστε να σχηματίσει άμεση αντίληψη για την κατάστασή του. Η προσωπική επικοινωνία μπορεί να γίνεται μέσα στο συνηθισμένο περιβάλλον του συμπαραστατέου, αν το ζητεί ο ίδιος ή αν αυτό διευκολύνει τη διευκρίνιση των πραγμάτων και δεν αντιτίθεται ο συμπαραστατέος. Η επικοινωνία παραλείπεται μόνο αν πιστοποιείται αρμοδίως ότι υπάρχει βάσιμος κίνδυνος για την υγεία του προσώπου, για το οποίο πρόκειται, ή αν αυτό βρίσκεται σε προφανή αδυναμία να επικοινωνήσει με το περιβάλλον... 2. Η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης μπορεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, να παραλείπεται, αν προσκομίζεται βεβαίωση δημόσιας αρχής ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για την κατάσταση του συμπαραστατέου.».
    [28] Βλ. άρθρο 1677 ΑΚ: «Με μεταγενέστερη απόφασή του, το δικαστήριο μπορεί να τροποποιεί και αυτεπάγγελτα το είδος και την έκταση της δικαστικής συμπαράστασης.».
     [29] Βλ. άρθρο 1676 εδ. β’ ΑΚ, ό.π. υποσημ. αριθμ. 18.
    [30] Βλ. άρθρο 1685 ΑΚ: «Αν έλειψαν οι λόγοι που την προκάλεσαν, η δικαστική συμπαράσταση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου ύστερα από αίτηση των προσώπων που μπορούν να τη ζητήσουν ή και αυτεπαγγέλτως…».
    [31] Βλ. άρθρο 1682 ΑΚ: «Σε κάθε περίπτωση στερητικής δικαστικής συμπαράστασης έχουν …ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις για την επιτροπεία ανηλίκων. Τα έργα της εποπτείας της δικαστικής συμπαράστασης ασκεί συμβούλιο από τρία έως πέντε μέλη, τα οποία διορίζονται με την ίδια απόφαση που διορίζει τον δικαστικό συμπαραστάτη από συγγενείς ή φίλους του συμπαραστατουμένου (εποπτικό συμβούλιο)… Στην περίπτωση προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη, τα έργα της εποπτείας της δικαστικής συμπαράστασης ασκεί ο ειρηνοδίκης.».
    [32] Βλ. άρθρο 1682 εδ. γ’ ΑΚ, ό.π. υποσημ. αριθμ. 30, σε συνδ. με άρθρο 1634 παρ. 2 ΑΚ: «…Το δικαστήριο μπορεί, αν κρίνει ότι το επιβάλλει το συμφέρον … να διορίσει ως μέλος του εποπτικού συμβουλίου και ένα όργανο της κοινωνικής υπηρεσίας ή να αναθέσει σε εξαιρετικές περιπτώσεις αποκλειστικά σ' αυτό τα έργα του εποπτικού συμβουλίου…».
    [33] Βλ. άρθρο 1682 ΑΚ, ό.π. υποσημ. αριθμ. 30.
    [34] Βλ. άρθρο 1671 ΑΚ: «Αν δεν βρίσκεται κατάλληλο φυσικό πρόσωπο … η δικαστική συμπαράσταση ανατίθεται σε σωματείο ή ίδρυμα, που έχουν συσταθεί ειδικά για το σκοπό αυτόν και διαθέτουν το κατάλληλο προσωπικό και υποδομή, αλλιώς στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία…», άρθρο 1635 ΑΚ: «…προσωρινός ή οριστικός, ενεργεί η κοινωνική υπηρεσία, καθώς και όταν δεν προβλέπεται ή δεν έχει συγκροτηθεί ακόμη εποπτικό συμβούλιο, τα έργα του εποπτικού συμβουλίου ασκεί ο ειρηνοδίκης…».
    [35] Βλ. άρθρο 1669 ΑΚ, ό.π. υποσημ. αριθμ. 8.
    [36] Βλ άρθρο 1681 εδ. β’ ΑΚ: «Τα αποτελέσματα της δικαστικής συμπαράστασης αρχίζουν αφότου δημοσιευθεί η σχετική απόφαση. Για την έναρξη όμως του λειτουργήματος του δικαστικού συμπαραστάτη απαιτείται τελεσιδικία της απόφασης που τον διορίζει.».
    [37] Βλ. άρθρο 1682 εδ. α’ ΑΚ, ό.π. υποσημ. αριθμ. 30, σε συνδ. με άρθρο 1599 ΑΚ: «Ο διοριζόμενος έχει το δικαίωμα να αποποιηθεί το διορισμό, εκτός αν έχει διοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 1600. Έχει επίσης το δικαίωμα να παραιτείται, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος».
    [38] Βλ. άρθρο 1682 εδ. α’ ΑΚ,  ό.π. υποσημ. αριθμ. 30, σε συνδ. με άρθρο 1631 ΑΚ: «Το δικαστήριο μπορεί … να ορίζει …αμοιβή για την απασχόληση … ανάλογη με τους κόπους του και το μέγεθος της περιουσίας που διαχειρίζεται. Αν η περιουσία αυτή δεν επαρκεί … να καταβληθεί …  αμοιβή ανάλογη … ή αν δεν υπάρχει καθόλου περιουσία και το δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει, λόγω των ειδικών περιστάσεων, να καταβληθεί αμοιβή, η αμοιβή την οποία καθορίζει καταβάλλεται … από το δημόσιο ταμείο…» και άρθρο 66 ν. 2447/96: «Στον Κρατικό Προϋπολογισμό και σε βάρος των κονδυλίων του Υπουργείου Δικαιοσύνης αναγράφεται υποχρεωτικά κάθε χρόνο η δαπάνη που απαιτείται για να καταβάλλονται στους επιτρόπους ή τους δικαστικούς συμπαραστάτες η αμοιβή τους και στους ίδιους, καθώς και στα μέλη των εποπτικών συμβουλίων οι δαπάνες τους, που είναι καταβλητέες από το δημόσιο ταμείο …».
    [39] Βλ. άρθρο 1683 ΑΚ: «Η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη, από την οποία εξαρτάται η ισχύς ορισμένων ή και όλων των δικαιοπραξιών … παρέχεται εγγράφως, μόνο πριν από την επιχείρηση της πράξης. Αν ο δικαστικός συμπαραστάτης αρνείται να συναινέσει, αποφασίζει το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του συμπαραστατουμένου. Οι πράξεις του συμπαραστατουμένου… είναι άκυρες, αν επιχειρήθηκαν χωρίς αυτή τη συναίνεση. Την ακυρότητα προτείνει μόνο ο δικαστικός συμπαραστάτης, ο συμπαραστατούμενος και οι καθολικοί και οι ειδικοί διάδοχοί του».
    [40] Βλ. άρθρο 1617 ΑΚ (αναλογική εφαρμογή): «Ο … δεν δικαιούται να καταρτίζει δικαιοπραξίες με χαριστική αιτία σε βάρος της περιουσίας του …. Εξαιρούνται με την επιφύλαξη των διατυπώσεων της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1624, οι χαριστικές δικαιοπραξίες που επιβάλλονται από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας».
    [41] Βλ. άρθρο 1618 ΑΚ (αναλογική εφαρμογή): «…δεν δικαιούται να χρησιμοποιεί για δικό του λογαριασμό την περιουσία του … και ιδίως μετρητά χρήματά του».
    [42] Βλ. άρθρο 1611 ΑΚ (αναλογική εφαρμογή): «…Ο … οφείλει να συντάσσει παρουσία εκπροσώπου του εποπτικού συμβουλίου απογραφή της περιουσίας που υπάρχει ή που περιέρχεται στον … μετά το διορισμό και που υπάγεται στη διοίκηση του επιτρόπου. …Αντίγραφο της απογραφής επιδίδεται στο εποπτικό συμβούλιο και στην κοινωνική υπηρεσία…».
    [43] Βλ. άρθρο 1612 ΑΚ (αναλογική εφαρμογή): «Κατά την έναρξη … ο … οφείλει να προκαλέσει απόφαση του εποπτικού συμβουλίου, που να ορίζει κατά προσέγγιση την ετήσια δαπάνη για την επιμέλεια του προσώπου και τη διοίκηση της περιουσίας του …».
    [44] Βλ. άρθρο 1613 ΑΚ (αναλογική εφαρμογή): «Αν στην περιουσία … υπάρχουν ή περιέλθουν κατά τη διάρκεια της επιτροπείας μετρητά χρήματα, ο … οφείλει χωρίς καθυστέρηση να χρησιμοποιήσει παραγωγικά ή να τοποθετήσει κατά τρόπον επωφελή το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση της ετήσιας δαπάνης. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η τοποθέτηση των χρημάτων προσδιορίζεται από τον … και εγκρίνεται από το εποπτικό συμβούλιο. Αν το εποπτικό συμβούλιο αρνείται την έγκριση, αποφασίζει το δικαστήριο».
    [45] Βλ. άρθρο 1626 ΑΚ (αναλογική εφαρμογή): «Ο … οφείλει να λογοδοτεί στο εποπτικό συμβούλιο κάθε χρόνο. Το εποπτικό συμβούλιο μπορεί να καθορίζει τη λογοδοσία σε αραιότερα διαστήματα, πάντως όχι μεγαλύτερα από μια πενταετία, αν οι περιστάσεις δεν δικαιολογούν την ετήσια λογοδοσία»)
    [46] Βλ. άρθρο 1686 ΑΚ: «"Αν ο δικαστικός συμπαραστάτης γνωρίζει περιστατικά που δικαιολογούν οποιαδήποτε μεταβολή στο καθεστώς της δικαστικής συμπαράστασης, οφείλει να τα γνωστοποιεί στο δικαστήριο χωρίς καθυστέρηση".».
    [47] Βλ. άρθρο 1632 ΑΚ (αναλογική εφαρμογή): «Ο … ευθύνεται για κάθε ζημία του … από πταίσμα του κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Αν έχουν διοριστεί περισσότεροι…, είναι συνυπεύθυνοι εις ολόκληρον, εκτός αν έχουν διοριστεί με χωριστό κύκλο ενέργειας ο καθένας και ενεργούν αυτοτελώς.».
    [48] Βλ. άρθρο 1651 ΑΚ (αναλογική εφαρμογή): «Το δικαστήριο παύει, με αίτηση του εποπτικού συμβουλίου ή και αυτεπαγγέλτως, τον …, όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος, ιδίως αν κρίνει ότι η συνέχιση της … μπορεί να θέσει σε κίνδυνο, λόγω παραμέλησης των καθηκόντων του ή για άλλο λόγο, τα συμφέροντα του….».
    [49] Βλ. άρθρα 1672 ΑΚ: «Το δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, πριν ή και μετά την έναρξη της διαδικασίας για την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, να διορίσει, με αίτηση ενός από τα πρόσωπα του άρθρου 1667 ή και αυτεπαγγέλτως, προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη. Η εξουσία του περιλαμβάνει κάθε ασφαλιστικό μέτρο απαραίτητο για να αποφευχθεί σοβαρός κίνδυνος για το πρόσωπο ή την περιουσία του συμπαραστατέου. Για την τελεσιδικία της, ο διορισμός προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη είναι υποχρεωτικός.» και 805 ΚΠολΔ: «…εφαρμόζονται και για το διορισμό προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη πριν από την κίνηση της διαδικασίας της δικαστικής συμπαράστασης. 2. Προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης μπορεί να διοριστεί και με προσωρινή διαταγή του δικαστηρίου …όταν από ιατρικό πιστοποιητικό συνάγεται ότι συντρέχουν … επείγοντες λόγοι υπέρ του διορισμού δικαστικού συμπαραστάτη και ότι απειλείται από την αναβολή κίνδυνος για τα συμφέροντά του. Η προσωρινή διαταγή εκδίδεται ύστερα από προηγούμενη ακρόαση του συμπαραστατέου και έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, εκτός αν επίκειται κίνδυνος από οποιαδήποτε αναβολή… 3. Εφόσον το κρίνει απαραίτητο για τη διασφάλιση των συμφερόντων του συμπαραστατέου, το δικαστήριο που διόρισε τον προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη ορίζει ότι αυτός … παραστέκει τον συμπαραστατέο στη διενέργεια κάθε διαδικαστικής πράξης και την άσκηση ένδικων μέσων, τόσο κατά τη διεξαγωγή της κύριας δίκης για την υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση, όσο και σε κάθε άλλη δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. 4. Αν διορίστηκε προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης, όλες οι επιδόσεις πρέπει να γίνονται σ' αυτόν και σ' εκείνον για τον οποίο διορίστηκε. 5. Ο διορισμός προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη για το χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της απόφασης, με την οποία το πρόσωπο υποβλήθηκε σε δικαστική συμπαράσταση, καθώς και η διατήρηση ή αντικατάσταση, για το ίδιο χρονικό διάστημα, αυτού που είχε ήδη διοριστεί, γίνονται με την ίδια απόφαση, που απαγγέλλει την υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση.».
    [50] Βλ. άρθρο 1681 ΑΚ, ό.π. υποσημ. αριθμ. 35.
    [51] Βλ. άρθρο 1628 ΑΚ (αναλογική εφαρμογή): «…Στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση κωλύματος, το δικαστήριο διορίζει, με αίτηση του επιτρόπου ή και αυτεπαγγέλτως ειδικό επίτροπο. Όταν ο ειδικός επίτροπος διορίζεται για να αναπληρώσει τον επίτροπο προσωρινά σε όλα τα έργα του λόγω κωλύματός του, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει και τη διάρκεια της ειδικής επιτροπείας…».
    [52] Βλ. άρθρο 1671 ΑΚ, ό.π. υποσημ. αριθμ. 33.
    [53] Βλ. άρθρο 64, του ν. 2447/1996: «Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Υγείας και Πρόνοιας ορίζονται τα ιδρύματα και τα σωματεία που λόγω του εξειδικευμένου προσωπικού τους κρίνονται κατάλληλα να αναλαμβάνουν επιτροπείες ανηλίκων, σύμφωνα με το άρθρο 1671 του Αστικού Κώδικα, όπως οι διατάξεις αυτές τροποποιούνται με τα άρθρα 12 και 13 του παρόντος. Με το ίδιο ή άλλο προεδρικό διάταγμα, ορίζονται και τα ειδικά ιδρύματα ή καταστήματα, καθώς και οι μονάδες ψυχικής υγείας που προβλέπονται από τα άρθρα 1609 και 1687 του Αστικού Κώδικα, όπως επίσης τροποποιούνται με τον παρόντα. Όλα τα ιδρύματα,
    σωματεία, καταστήματα ή μονάδες ψυχικής υγείας των δύο προηγούμενων εδαφίων τελούν υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας.
    ».
    [54] Βλ. άρθρα 49-54 του ν. 2447/1996.
    [55] Αχ. Κουτσουράδης, Η μεταρρύθμιση του Ν. 2447/1996, σελ. 7 επ.
    [56] Βλ. άρθρο 1674 ΑΚ: «Το δικαστήριο, προκειμένου να αποφασίσει την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση και το διορισμό δικαστικού συμπαραστάτη … συνεκτιμά την έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας σχετικά με την αναγκαιότητα του μέτρου και την καταλληλότητα του προσώπου που πρόκειται να διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης ή του σωματείου ή του ιδρύματος, στα οποία πρόκειται να ανατεθεί η δικαστική συμπαράσταση.».
    [57] Βλ. άρθρο 19 παρ. 5 του ν. 2521/1997: «…5. …Στις περιπτώσεις αυτές, καθώς και όπου αλλού ο νόμος απαιτεί την υποβολή στο δικαστήριο και την υποχρεωτική συνεκτίμηση από αυτό έκθεσης της κοινωνικής υπηρεσίας, αν η έκθεση αυτή δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα, το δικαστήριο δικάζει χωρίς έκθεση ..».
    [58] Βλ. Αχ. Κουτσουράδης, ό.π. υποσημ. αριθμ. 54, σελ. 19.
    [59] Βλ. άρθρο 1685 ΑΚ, ό.π. υποσημ. αριθμ. 29.

    2 σχόλια:

    1. πως μπορω να μάθω αν έχει γινει δικαστικός συμπαραστατης του θείου μου λόγω ψυχικων παθήσεων οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο;;

      ΑπάντησηΔιαγραφή
      Απαντήσεις
      1. Πρέπει να απευθυνθείτε στη Γραμματεία του αρμόδιου κατά τόπο Πρωτοδικείου. Θα υποβάλετε σχετική αίτηση και, συνήθως μετά από 4-5 ημέρες, θα σας απαντήσουν εγγράφως.

        Διαγραφή