Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΑ ΣΤΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΚΟΥΣΙΑ ΝΟΣΗΛΕΙΑ



            Στις υποθέσεις δικαστικής συμπαράστασης το οικογενειακό δικαστήριο έχει αρμοδιότητα, ανάλογα με τις ιδιομορφίες της κάθε ατομικής περίπτωσης, να επιλέγει το είδος και την έκταση[1] της δικαστικής συμπαράστασης, στο οποίο θα υπαχθεί το συγκεκριμένο πρόσωπο, να την μεταβάλει[2], σύμφωνα με το συμφέρον του συμπαραστατέου προσώπου, καθώς και να την αίρει[3].

Για να μορφώσει πλήρη δικαστική πεποίθηση το δικαστήριο της δικαστικής συμπαράστασης, αναφορικά με την ακριβή ψυχική και διανοητική κατάσταση του συμπαραστατέου, το βαθμό κατά τον οποίο η ψυχική νόσος επηρεάζει τη δυνατότητα να επιμελείται των προσωπικών του υποθέσεων, καθώς και το καθεστώς της δικαστικής συμπαράστασης (στερητική ή επικουρική, πλήρης ή μερική κ.λ.π.) που προσήκει στη συγκεκριμένη περίπτωση, πολλές φορές αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης και διατάσσει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνη[4],[5].

Ποιος, όμως, επιβαρύνεται με τα έξοδα πραγματογνωμοσύνης, όταν το δικαστήριο της δικαστικής συμπαράστασης επιλαμβάνεται μετά από αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών[6];

Το Δ’ Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με την υπ’ αριθμ. 443/2006 Γνωμοδότησή* του αποφαίνεται ότι «[…] στο τεθέν ερώτημα αρμόζει η απάντηση ότι η αποζημίωση των πραγματογνωμόνων που διορίζονται από πολιτικό δικαστήριο σε περιπτώσεις δικαστικής συμπαράστασης και ακούσιας νοσηλείας βαρύνει το πρόσωπο προς όφελος του οποίου λειτουργεί η σχετική διαδικασία. […].».

      Είναι γνωστό στους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, πως οι περισσότερες από τις περιπτώσεις, για τις οποίες η διαδικασία της δικαστικής συμπαράστασης κινείται από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, αφορούν χρόνιους και άπορους ψυχικά ασθενείς. Η επιβάρυνση  των ατόμων αυτών με αμοιβές πραγματογνώμονα, έστω προς όφελός τους, καθιστά στην πράξη αδύνατη την ολοκλήρωση της διαδικασίας υποβολής τους σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης.
 
 ******

Γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 443/2006
Του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 
Δ' Τμήματος 
Συνεδρίαση της 4-10-2006


   Αριθμ. πρωτ. ερωτήματος: 82644/17.7.2006 έγγραφο του Τμήματος Προϋπολογισμού της Διεύθυνσης Οικονομικού του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Περίληψη ερωτήματος: Ερωτάται ποιος είναι αρμόδιος να αποζημιώνει τους πραγματογνώμονες που διορίζονται από πολιτικό δικαστήριο σε περιπτώσεις δικαστικής συμπαράστασης και ακούσιας νοσηλείας, όπου δεν υπάρχει αιτών διάδικος αλλά το δικαστήριο επιλαμβάνεται κατόπιν προτάσεως του οικείου Εισαγγελέα Πρωτοδικών και σε περίπτωση που είναι υποχρεωμένο το Δημόσιο ποια είναι η αρμόδια υπηρεσία.
Επί του  ανωτέρω  ερωτήματος το παρόν Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδότησε, ως ακολούθως:

Ι. Ιστορικό
Ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών κ. Κλουκίνας, με το υπ' αριθμ. 6587/30.6.2006 έγγραφο του, προς τη Δ/νση Οικονομικού του Υπουργείου Δικαιοσύνης, θέτει το ζήτημα της αμοιβής των πραγματογνωμόνων που διενήργησαν πραγματογνωμοσύνη κατόπιν αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα εκούσιας δικαιοδοσίας - Ακούσια νοσηλεία), καθόσον επεστράφησαν στο Πρωτοδικείο Αθηνών από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών σχετικά δικαιολογητικά πληρωμής, με την αιτιολογία ότι οι σχετικές αποφάσεις δεν υπάγονται στην υπ’ αριθμ. 35163/1274/11.4.1985 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, αφού πρόκειται περί πολιτικών αποφάσεων.
ΙΙ. Κρίσιμες διατάξεις
1. Με τη διάταξη του άρθρου 1667 του Α.Κ. ορίζονται εκείνοι οι οποίοι νομιμοποιούνται να υποβάλουν αίτηση για να υποβληθεί κάποιος σε δικαστική συμπαράσταση, ως εξής: «Η υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του ίδιου του πάσχοντος ή του συζύγου του, εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση, ή των γονέων ή τέκνων του ή του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως».
Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1687 του ίδιου Κώδικα προβλέπεται η περίπτωση της ακούσιας νοσηλείας κάποιου προσώπου, ως εξής: «Όταν η κατάσταση ενός προσώπου επιβάλλει την ακούσια νοσηλεία του σε μονάδα ψυχικής υγείας αυτή γίνεται μετά προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου και κατά τις διατάξεις ειδικών νόμων».
Με τη διάταξη του άρθρου 96 του Ν. 2071/1992 «Εκσυγχρονισμός και Οργάνωση Συστήματος Υγείας» ορίζεται η διαδικασία της ακούσιας νοσηλείας ασθενούς, ως εξής: «1. Την ακούσια νοσηλεία του φερομένου νοσηλεία του φερομένου στην αίτηση ως ασθενή, μπορούν να ζητήσουν ο σύζυγος του ή συγγενής σε ευθεία γραμμή απεριόριστα . Εάν δεν υπάρχει κανένα από τα πρόσωπα αυτά, σε επείγουσα περίπτωση, την ακούσια νοσηλεία μπορεί να ζητήσει και αυτεπάγγελτα ο εισαγγελέας πρωτοδικών του τόπου κατοικίας ή διαμονής του ασθενή. 2. Η αίτηση για την ακούσια νοσηλεία απευθύνεται στον εισαγγελέα πρωτοδικών του τόπου της κατοικίας ή διαμονής του προσώπου, που φέρεται στην αίτηση ως ασθενής. Την αίτηση πρέπει να συνοδεύουν αιτιολογημένες γραπτές γνωματεύσεις δύο ψυχιάτρων […] 3. […]. 4. Ο εισαγγελέας, αφού διαπιστώσει τη συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων διατάσσει τη μεταφορά του ασθενή σε κατάλληλη μονάδα ψυχικής υγείας […]. 5. […]. 6. Σε τρεις μέρες από τότε που ο εισαγγελέας πρωτοδικών διέταξε τη μεταφορά του ασθενή, επιμελούμενος άμα για τη μεταφορά του στο πολυμελές πρωτοδικείο, ο ίδιος με αίτηση του ζητεί να επιληφθεί το πολυμελές πρωτοδικείο (ήδη το μονομελές πρωτοδικείο μετά την τροποποίηση του άρθρου 740 παρ.3 του Κ.Πολ.Δ. με τη διάταξη το άρθρου 39 του Ν. 2447/1996). 7. Το δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, αν κρίνει ότι οι γνωματεύσεις των δύο ψυχιάτρων που προσάγονται διαφέρουν μεταξύ τους ή δεν είναι πειστικές ή ο επιστημονικός διευθυντής του νοσοκομείου στο οποίο έχει εισαχθεί ο ασθενής διατυπώνει αντίθετη προς τις γνωματεύσεις γνώμη, διατάζει την εξέταση του ασθενή και από άλλο ψυχίατρο εγγεγραμμένο στους καταλόγους ιατρικών συλλόγων της χώρας […]».
2. Με το άρθρο 739 του Κ.Πολ.Δ. ορίζονται ποιες υποθέσεις υπάγονται στην διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, ως εξής: «Όλες οι υποθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 782 έως 866 υπάγονται στην ειδική διαδικασία των άρθρων 741 έως 781, καθώς και κάθε άλλη υπόθεση που υπάγεται με διάταξη νόμου στη διαδικασία αυτή». Περαιτέρω, με τη διάταξη του επόμενου άρθρου (740 Κ.Πολ.Δ.) ορίζονται ποιες υποθέσεις υπάγονται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου: «1. Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται οι υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 739 […]. 2. […]. 3. Στην κατά την πρώτη παράγραφο του παρόντος αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγεται και η θέση προσώπου σε ακούσια νοσηλεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου».
Με τα άρθρα 801 έως και 806 του ίδιου Κώδικα ρυθμίζεται η διαδικασία της θέσης ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση και, τέλος, με το άρθρο 746 του ίδιου κώδικα ορίζεται εκείνος σε βάρος του οποίου επιβάλλονται τα δικαστικά έξοδα στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, ως εξής: «Τα έξοδα επιβάλλονται σε βάρος του αιτούντος εφόσον η αίτηση έχει υποβληθεί για το συμφέρον του, αλλιώς σε βάρος εκείνου προς το συμφέρον του οποίου έχει υποβληθεί. Τα έξοδα μπορεί να επιβληθούν όλα ή κατά ένα μέρος σε βάρος του υπαιτίου για τη διεξαγωγή της δίκης».
3. Με τη διάταξη του άρθρου 581 του Κ.Π.Δ. ορίζεται το ζήτημα της προκαταβολής των εξόδων της ποινικής διαδικασίας, ως εξής: «1. Το Δημόσιο καταβάλλει κάθε δαπάνη για να λειτουργήσει η ποινική δικαιοσύνη. Οι μάρτυρες που αυτεπαγγέλτως κλητεύονται να εμφανιστούν σε δικαστήρια και σε ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές, οι μάρτυρες που προσκαλούνται κατά το άρθρο 327 παρ. 2 να εμφανιστούν σε δικαστήριο που συνεδριάζει, εκείνοι που διορίζονται από τις ίδιες αρχές ως πραγματογνώμονες έχουν δικαίωμα σε αποζημίωση και στα έξοδα γι'  αυτή τους την απασχόληση. Τα ποσά των αποζημιώσεων και των εξόδων και γενικά οι προϋποθέσεις πληρωμής τους, καθώς και η διαδικασία για την αναγνώριση του δικαιώματος και της πληρωμής, καθορίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών...». Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας διατάξεως εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 35163/1274/30.4.1985 (ΦΕΚ Β' 239) κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, με την οποία καθορίζονται οι αποζημιώσεις και τα έξοδα των κλητευομένων μαρτύρων ενώπιον των Ποινικών Δικαστηρίων ή των ανακριτικών και εισαγγελικών αρχών και υπό των ιδίων δικαστηρίων και Αρχών διοριζόμενων πραγματογνωμόνων, μεσεγγυούχων και ερμηνέων, των λαϊκών μελών του Μ.Ο.Κ., ως και περί των προϋποθέσεων και της διαδικασίας αναγνωρίσεως και πληρωμής των δικαιούχων.

III. Ερμηνεία διατάξεων
Από την ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων προκύπτουν τα  ακόλουθα:
1. Με τη διάταξη του άρθρου 746 Κ.Πολ.Δ., με την οποία συμπληρώνονται οι διατάξεις του άρθρου 176 επ. του ίδιου Κώδικα, ρυθμίζεται η επιβολή της δικαστικής δαπάνης για εκείνες τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, που διεξάγονται χωρίς αντιδικία, οπότε είναι ανεφάρμοστη η για τη δικαστική δαπάνη θεμελιακή διάταξη του άρθρου 176, που εφαρμόζεται στις διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Ειδικότερα, στην περίπτωση που στη δίκη μετέχει μόνον ο αιτών, δεν τίθεται θέμα επιβολής εξόδων σε βάρος άλλου προσώπου, αλλά ο αιτών βαρύνεται με αυτά εφόσον προς το συμφέρον του υποβλήθηκε η αίτηση. Στην περίπτωση όμως που το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο αποβλέπει στην προστασία του συμφέροντος άλλου προσώπου (π.χ. του υπό δικαστική συμπαράσταση) τότε στα έξοδα καταδικάζεται το πρόσωπο για το συμφέρον του οποίου υποβλήθηκε η αίτηση, (βλ. Βασ. Βαθρακοκοίλη - κατ' άρθρο Ερμ. Κ.Πολ.Δ., Εφ.Θεσ. 2750/1997 Αρμενόπουλος 1998.484).
 2. Για την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλεται αίτηση ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου από τους στενούς συγγενείς αυτού, όπως αυτοί ορίζονται περιοριστικά στις σχετικές ως άνω διατάξεις, καθώς και από τον Εισαγγελέα. Επίσης, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1687 ΑΚ και 96 του Ν. 2071/1992, προκειμένου να νοσηλευθεί κάποιος ακούσια, υποβάλλεται αίτηση των στενών συγγενών αυτού προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα, ο οποίος, αφού ελέγξει ότι συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις, την υποβάλει στο αρμόδιο δικαστήριο. Αν δεν υπάρχει κανένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στη σχετική διάταξη, σε επείγουσα περίπτωση, την αίτηση υποβάλει αυτεπάγγελτα στο αρμόδιο δικαστήριο ο Εισαγγελέας. Αρμόδιο δικαστήριο και στις δύο περιπτώσεις είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου της κατοικίας ή της συνήθους διαμονής, που δικάζει με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Οι εν λόγω περιπτώσεις αποβλέπουν και οι δύο στη διασφάλιση των συμφερόντων του προσώπου που υποβάλλεται σε δικαστική συμπαράσταση ή σε ακούσια νοσηλεία.
IV. Συμπέρασμα
Από τις ανωτέρω διατάξεις, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος προκύπτουν τα ακόλουθα: 
Η αποζημίωση των πραγματογνωμόνων που ορίζονται με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου στα πλαίσια της διαδικασίας  της εκουσίας δικαιοδοσίας προκειμένου να τεθεί κάποιο πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση ή να νοσηλευθεί ακούσια βαρύνει το πρόσωπο προς όφελος του οποίου κινείται η σχετική διαδικασία είτε είναι ο ίδιος ο αιτών είτε είναι ο καθού. Το Δημόσιο βαρύνεται με τις δαπάνες αμοιβής πραγματογνωμόνων και μαρτύρων μόνον στο πλαίσιο της ποινικής δίκης.
V.  Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τεθέν ερώτημα αρμόζει η απάντηση ότι η αποζημίωση των πραγματογνωμόνων που διορίζονται από πολιτικό δικαστήριο σε περιπτώσεις δικαστικής συμπαράστασης και ακούσιας νοσηλείας βαρύνει το πρόσωπο προς όφελος του οποίου λειτουργεί η σχετική διαδικασία. Ως εκ τούτου παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.


[1] Κλιμακώσεις της δικαστικής συμπαράστασης: α) πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, β) μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση, γ) πλήρη επικουρική δικαστική συμπαράσταση, δ) μερική επικουρική δικαστική συμπαράσταση και, ε) συνδυασμό μερικής στερητικής και μερικής επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης.
Βλ. άρθρο 1676 ΑΚ: «Ανάλογα με την περίπτωση, το δικαστήριο που υποβάλλει ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση, είτε: 1. τον κηρύσσει ανίκανο για όλες ή για ορισμένες δικαιοπραξίες, γιατί κρίνει ότι αδυνατεί να ενεργεί γι' αυτές αυτοπροσώπως (στερητική δικαστική συμπαράσταση, πλήρης ή μερική) είτε 2. ορίζει ότι για την ισχύ όλων ή ορισμένων δικαιοπραξιών του απαιτείται η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη (επικουρική δικαστική συμπαράσταση, πλήρης ή μερική) είτε 3. αποφασίζει συνδυασμό των δύο προηγούμενων ρυθμίσεων. Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την αίτηση, οφείλει όμως να επιβάλλει στον συμπαραστατούμενο τους ελάχιστους δυνατούς περιορισμούς που απαιτεί το συμφέρον του. Στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1667, το δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει, με την αρχική ή την τροποποιητική απόφασή του, περιορισμούς περισσότερους από όσους ζητούνται.».
[2] Βλ. άρθρο 1677 ΑΚ: «Με μεταγενέστερη απόφασή του, το δικαστήριο μπορεί να τροποποιεί και αυτεπάγγελτα το είδος και την έκταση της δικαστικής συμπαράστασης.».
[3] Βλ. άρθρο 1685 ΑΚ: «Αν έλειψαν οι λόγοι που την προκάλεσαν, η δικαστική συμπαράσταση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου ύστερα από αίτηση των προσώπων που μπορούν να τη ζητήσουν ή και αυτεπαγγέλτως […].».
[4] Βλ. άρθρον 368 παρ. 1, ΚΠολΔ: «1. Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης […].».
[5] Βλ. άρθρον 804 παρ. 2, ΚΠολΔ: «[…] 2. Η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης μπορεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, να παραλείπεται, αν προσκομίζεται βεβαίωση δημόσιας αρχής ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για την κατάσταση του  συμπαραστατέου».
[6] Βλ. άρθρο 1667 ΑΚ: «Η υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του  ίδιου του πάσχοντος ή του συζύγου του, εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση, ή των γονέων ή τέκνων του ή του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως […].».


*Το πλήρες κείμενο της ανωτέρω υπ΄αριθμ. 443/2006 Γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους μπορείτε να το δείτε εδώ.